- ασύνθετος
- -η, -ο (AM ἀσύνθετος, -ον, Α και ἀξύνθ-) [συντίθημι]ο μη σύνθετος, ο απλόςνεοελλ.1. εκείνος του οποίου δεν έχουν συντεθεί τα μέλη ώστε ν' αποτελέσει ολότητα2. αυτός που δεν είναι δυνατόν να συντεθεί με άλλον3. εκείνος που δεν έχει στοιχειοθετηθείαρχ.-μσν.1. όποιος δεν περιορίζεται από καμιά συνθήκη, ο αδίστακτος2. αβέβαιος, ασταθής.
Dictionary of Greek. 2013.